κουφαίνομαι

κουφαίνομαι
κουφαίνομαι, κουφάθηκα βλ. πίν. 45

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποκουφαίνω — (Α ἀποκωφοῡμαι, όομαι) 1. κάνω κάποιον εντελώς κουφό 2. ενοχλώ στ αφτιά, ξεκουφαίνω αρχ. ( ούμαι) κουφαίνομαι εντελώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”